- συντέλεια
- η, ΝΜΑ, και συντέλεια Ν [συντελής](για χρόνο) τέλος, πλήρωμα («ἕως συντέλειας τοῡ ἐνιαυτοῡ», ΠΔ)νεοελλ.-μσν.φρ. «συντέλεια τού κόσμου»α) το τέλος τού κόσμου, η Δευτέρα Παρουσίαβ) συνεκδ. (σχετικά με καιρικές συνθήκες) κοσμοχαλασιά, θεομηνία («φυσούσε και έβρεχε τόσο πολύ που νόμιζες ότι ήρθε η συντέλεια τού κόσμου»)μσν.λέσχη, εταιρείααρχ.1. η από κοινού συνεισφορά υπέρ τών δημοσίων δαπανών2. αναγκαστική συνεισφορά, φορολογία3. (στην αρχ. Αθήνα) σώμα πολιτών οι οποίοι από κοινού συνεισέφεραν για τον εξοπλισμό πλοίου στην υπηρεσία τής πολιτείας4. όμιλος, κοινότητα5. ομοσπονδία, συμπολιτεία («διὰ τὸ τοῡτον ὑποστράτηγον εἶναι τότε τῆς συντέλειας τῆς Φαραϊκῆς», Πολ.)6. η από κοινού προσπάθεια για την επίτευξη κοινού στόχου7. συμπλήρωση, αποπεράτωση, πραγμάτωση σχεδίου ή έργου («τὰν τῶν μυστηρίων καὶ τᾱν θυσιᾱν συντέλειαν», επιγρ.)8. (ειδικά) πλήρης μετατροπή σε χρήμα («συντέλεια τών τελῶν», Φιλόδ.)9. γραμμ. ο παρακείμενος χρόνος10. (φιλοσ.) η πραγματικότητα11. (κατά τον Ησύχ.) «συντελείαςκακίας»12. φρ. α) «ἡ παρὰ τοῡ διδασκάλου συντέλεια» — η διδασκαλία (Αριστείο.)β) «συντέλειαν ἔχω [ή λαμβάνω]» — τελειώνω (Πολ.)γ) «συντέλειαν ἐπιτίθημι» — θέτω τέλος (Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.